χάλκασπις

χάλκασπις
χάλκ-ασπις, ιδος, , ,
A with brazen shield, of warriors, Pi.O.9.54, B.10.62, Ibyc.3.31 Diehl, E.HF795 (lyr.); epith. of Ares, Pi.I.7(6).25, E.IA764 (lyr.); of Heracles, S.Ph.727.
II οἱ χ., a corps in the Maced. army, Plb.2.66.5, al., Plu.Sull.16.
III of one who ran the armed foot-race ([etym.] ὁπλιτοδρόμος), Pi.P.9.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χάλκασπις — with brazen shield masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλκασπις — άσπιδος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.) 2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.) 3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδες σώμα τού μακεδονικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χαλκασπίδων — χάλκασπις with brazen shield masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκάσπιδα — χάλκασπις with brazen shield masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκάσπιδας — χάλκασπις with brazen shield masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκάσπιδες — χάλκασπις with brazen shield masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”